- αντιθρησκευτικός
- -ή, -ό αντίθετος προς τη θρησκεία, αρνητής της θρησκείας.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αντιθρησκευτικός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που είναι αντίθετος στη θρησκεία, που πολεμά τις θρησκευτικές δοξασίες: Σε πολλές χώρες είναι ελεύθερη η αντιθρησκευτική προπαγάνδα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αντίθρησκος — η, ο 1. αλλόθρησκος 2. αντιθρησκευτικός 3. αθεόφοβος, αχρείος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αντι * + θρήσκος. Η λ. μαρτυρείται από το 1832 στο περιοδικό σύγγραμμα Αθηνά] … Dictionary of Greek